πυρίαμα

πυρίαμα
πῠρί-ᾱμα, [dialect] Ion. [suff] πῠρί-ημα, ατος, τό,=
A

πυρία 1.2

, Hp.Flat.9, Philist.63, Arist.Pr.866a24; = πυρία 1.1, Palaeph. 43.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυρίαμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίαμα — το, ΝΑ, και ιων. τ. πυρίημα Α [πυριῶ] νεοελλ. ιατρ. θερμό επίθεμα κατάλληλο για θεραπευτικούς σκοπούς, όπως είναι η φιάλη με θερμό νερό, τα καταπλάσματα κ.ά. αρχ. ατμόλουτρο, πυρία* …   Dictionary of Greek

  • πυριαμάτων — πυρίαμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριάμασι — πυρίαμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριάμασιν — πυρίαμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριάματα — πυρίαμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριάματι — πυρίαμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριάματος — πυρίαμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”