- πυρίαμα
- πῠρί-ᾱμα, [dialect] Ion. [suff] πῠρί-ημα, ατος, τό,=
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρίαμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίαμα — το, ΝΑ, και ιων. τ. πυρίημα Α [πυριῶ] νεοελλ. ιατρ. θερμό επίθεμα κατάλληλο για θεραπευτικούς σκοπούς, όπως είναι η φιάλη με θερμό νερό, τα καταπλάσματα κ.ά. αρχ. ατμόλουτρο, πυρία* … Dictionary of Greek
πυριαμάτων — πυρίαμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριάμασι — πυρίαμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριάμασιν — πυρίαμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριάματα — πυρίαμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριάματι — πυρίαμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριάματος — πυρίαμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)